- ολοτρίγυρα
- ολοτρόγυρα επίρρ. со всех сторон, вокруг
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολοτρίγυρα — επίρρ. από όλα τα μέρη, ολόγυρα («από τριγμούς γεμίζουν ολοτρίγυρα μεγίστην πεδιάδα», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τριγύρω] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek